μποέμικος

μποέμικος
-η, -ο [μποέμ]
αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον μποέμ, ανέμελος, ξένοιαστος («μποέμικη ζωή»).
επίρρ...
μποέμικα
με τρόπο που αρμόζει σε μποέμ, ανέμελα, ξένοιαστα.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • μποέμικος — η, ο αυτός που ζει σαν μποέμ ή που ταιριάζει στον μποέμ: Έκανε μποέμικη ζωή …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”